πύθοιτο

πύθοιτο
πύ̱θοιτο , πύθω
cause to rot
pres opt pass 3rd sg
πυνθάνομαι
learn
aor opt mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φήμις — και δωρ. τ. φᾱμις, ιος, ἡ, Α 1. λόγος, ομιλία («ἤ τινά που καὶ φῆμιν ἐνὶ Τρώεσσι πύθοιτο», Ομ. Ιλ.) 2. η γνώμη ή κρίση τού λαού σχετικά με πρόσωπο, γεγονός ή κατάσταση, η οποία εκφέρεται σε δημόσια συνέλευση («χαλεπὴ δ ἔχε δήμου φῆμις», Ομ. Οδ.)… …   Dictionary of Greek

  • πύθοιθ' — πύ̱θοιτο , πύθω cause to rot pres opt pass 3rd sg πύθοιτο , πυνθάνομαι learn aor opt mid 3rd sg πύθοιτε , πυνθάνομαι learn aor opt act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύθοιτ' — πύ̱θοιτο , πύθω cause to rot pres opt pass 3rd sg πύθοιτο , πυνθάνομαι learn aor opt mid 3rd sg πύθοιτε , πυνθάνομαι learn aor opt act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”